δαμασμός

δαμασμός
ο (AM δαμασμός) [δαμάζω]
το δάμασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση …   Dictionary of Greek

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • ροντέο — (rodeo). Θέαμα που παρουσιάζουν οι «κάου μπόις» σε κατάλληλους χώρους για να επιδείξουν την ικανότητα των αγωνιζόμενων να δαμάζουν ατίθασα ζώα (ο όρος κατάγεται από το ισπανικό rodear και στο αμερικανικό Γουέστ σημαίνει και την κύκλωση των ζώων… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • τιθάσεψη — η εξημέρωση, δαμασμός, μέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”